Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ὁ κύμβαχος

См. также в других словарях:

  • κύμβαχος — κύμβαχος, ον (Α) 1. αυτός που πέφτει προς τα κάτω με το κεφάλι («ἔκπεσε δίφρου κύμβαχος ἐν κονίῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κύμβαχος το ακρότατο σημείο τής περικεφαλαίας, ο κώνος της, στον οποίο στηριζόταν το λοφίο («κόρυθος...… …   Dictionary of Greek

  • κύμβαχος — head foremost masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαχον — κύμβαχος head foremost masc/fem acc sg κύμβαχος head foremost neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβάχους — κύμβαχος head foremost masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυμβάχων — κύμβαχος head foremost masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κύμβαχοι — κύμβαχος head foremost masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ОРУЖИЕ —    • Arma.     I. У греков.          Те части вооружения, какие в «Илиаде» указываются для героев Троянской войны, образуют основу вооружения и для позднейших гражданских ополчений. Последние состояли исключительно из тяжеловооруженных (όπλι̃ται) …   Реальный словарь классических древностей

  • στόμαχος — ο, ΝΜΑ σακοειδής διεύρυνση τού πεπτικού σωλήνα τών ζώων, μεταξύ τού οισοφάγου και τού λεπτού εντέρου, στο εμπρόσθιο συνήθως τμήμα τής κοιλιάς, που χρησιμεύει κυρίως ως προσωρινός δέκτης προς αποθήκευση και μηχανική σε ορισμένα ζώα αλλά και σε… …   Dictionary of Greek

  • keu-2, keu̯ǝ- —     keu 2, keu̯ǝ     English meaning: to bend     Deutsche Übersetzung: often with labialen or gutturalen extensions: “biegen” in verschiedenen Sonderungen as “in joint biegen, Gelenk, sich bũcken, sich drehen”; “Einbiegung, Einwölbung,… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»